- ακύρωτος
- -η, -οαυτός που δεν κυρώθηκε, ανεπικύρωτος: Η συμφωνία υπογράφηκε, αλλά μένει ακύρωτη από τη Βουλή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακύρωτος — (I) η, ο (Α ἀκύρωτος, ον) αυτός που δεν επικυρώθηκε, που δεν έλαβε κύρος, ο ανεπικύρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κυρῶ, νεοελλ. κυρώνω]. (II) η, ο ο δίχως κύρωση, αυτός για την παράβαση τού οποίου δεν προβλέπεται καμιά ποινή κατά του παραβάτη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ἀκύρωτον — ἀκύρωτος masc/fem acc sg ἀκύρωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύρωτα — ἀκύρωτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)